σχολαρίου

σχολαρίου
σχολάριος
one of the Imperial guards
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ГЕННАДИЙ II СХОЛАРИЙ — Геннадий II Схоларий, патриарх Константинопольский. Портрет Геннадий II Схоларий, патриарх Константинопольский. Портрет [греч. Γεννάδιος ὁ Σχολάριος; в миру Георгий Куртесий греч. Κουρτέσης, Κουρτέσιος] (1403/05, К поль 1472/73, мон рь Продрома… …   Православная энциклопедия

  • Αγαλλιανός, Θεόδωρος — (Κωνσταντινούπολη 1400 – Μήδεια 1474).Λόγιος και ιερωμένος. Μαθητής του Μάρκου του Ευγενικού, αξιωματούχος του πατριαρχείου και στενός φίλος του Γεννάδιου Σχολάριου, πρωτοστάτησε στην αντίσταση κατά της ένωσης των εκκλησιών, που είχε αποφασιστεί… …   Dictionary of Greek

  • Εγνατίας, δήμος — Ονομασία δύο δήμων. 1. Δήμος (3.134 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και τις πρώην κοινότητες Νυμφοπέτρας, Προφήτου, Σχολαρίου και Ευαγγελισμού, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • καραμανλίδικη φιλολογία — Συμβατικός όρος που χαρακτηρίζει το σύνολο των έργων της τουρκόφωνης ελληνικής φιλολογίας, δηλαδή των κειμένων που γράφτηκαν σε τουρκική γλώσσα, αλλά από Έλληνες συγγραφείς και με ελληνικούς χαρακτήρες και κυκλοφορούσαν σε χειρόγραφη ή έντυπη… …   Dictionary of Greek

  • Μίκρας, δήμος — Νέος δήμος (10.427 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Καρδιάς, Κάτω Σχολαρίου, Πλαγιαρίου και Τριλόφου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Τρίλοφο …   Dictionary of Greek

  • Οικουμενικό Πατριαρχείο — Η έδρα του οικουμενικού πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, αρχηγού της Ορθοδοξίας και προκαθήμενου των πατριαρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Το Ο.Π.… …   Dictionary of Greek

  • Πλήθων ή Γεμιστός, Γεώργιος — (Κωνσταντινούπολη 1360; – Μιστράς 1452). Βυζαντινός φιλόσοφος και κοινωνικός μεταρρυθμιστής, ένας από τους κύριους εκπροσώπους του βυζαντινού ουμανισμού. Τίποτα σχεδόν δεν είναι γνωστό για τη νεότητα και τις σπουδές του. Βέβαιο πάντως είναι ότι… …   Dictionary of Greek

  • Σιδερίδης, Ξενοφών — Βυζαντινολόγος (Χρυσούπολη Βοσπόρου 1851 Κωνσταντινούπολη 1921). Καταγόταν από την Ήπειρο και από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με το εμπόριο και συγκέντρωσε μεγάλη περιουσία. Παράλληλα επιδόθηκε στη μελέτη της αρχαίας και μεσαιωνικής ελληνικής και… …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”